- λαμπικαρίζω
- βλ. λαμπικάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek
λαμπικάρισμα — το [λαμπικαρίζω] 1. απόσταξη, διΰλιση 2. διαυγασμός, τέλειος καθαρισμός … Dictionary of Greek
λαμπικάρω — και λαμπικαρίζω [λαμπίκος] 1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο 2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο») 3. γίνομαι διαυγής 4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.) … Dictionary of Greek
λαμπικαριστός — ή, ον [λαμπικαρίζω] λαμπικαρισμένος … Dictionary of Greek